προσοικίζω

προσοικίζω
Α [οἰκίζω]
1. (σχετικά με ναό) ανεγείρω προκειμένου να εξυπηρετήσω έναν συγκεκριμένο σκοπό
2. παθ. προσοικίζομαι
α) ιδρύομαι, κτίζομαι κοντά σε έναν τόπο («ἡ μέν... ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός τις ἐστιν
ἡ δ' ὕστερον προσοικισθεῑσα», Διόδ.)
β) (για τόπο) κατοικούμαι ακόμη πιο πολύ ή κατοικούμαι και εγώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσοικίζουσι — προσοικίζω found near pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσοικίζω found near pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοικισθεῖσα — προσοικίζω found near aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοικισθέντες — προσοικίζω found near aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοικισάμεναι — προσοικίζω found near aor part mid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοικίζων — προσοικίζω found near pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοικίσαντες — προσοικίζω found near aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”