- προσοικίζω
- Α [οἰκίζω]1. (σχετικά με ναό) ανεγείρω προκειμένου να εξυπηρετήσω έναν συγκεκριμένο σκοπό2. παθ. προσοικίζομαια) ιδρύομαι, κτίζομαι κοντά σε έναν τόπο («ἡ μέν... ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός τις ἐστινἡ δ' ὕστερον προσοικισθεῑσα», Διόδ.)β) (για τόπο) κατοικούμαι ακόμη πιο πολύ ή κατοικούμαι και εγώ.
Dictionary of Greek. 2013.